- τετράπτιλος
- τετρά-πτῐλος, ον,A four-winged, Ar.Ach.1082.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράπτιλος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες, τετράπτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πτίλον «φτερούγα, πούπουλο»] … Dictionary of Greek
τετραπτίλῳ — τετράπτιλος four winged masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CONUS — apud Solin. c. 36. ubi de phoenice: Apud eosdem nascitur phoenix avis, aquilae magnitudine, capite honoratô in conum plumis exstantibus etc. idem quod apex. Proprie autem apex est galeae, seu im medio galeae pars eminens e ferro vel aere, quae ad … Hofmann J. Lexicon universale
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek